- σλίρεν
- τα, Νγεωλ. φακοειδείς ή ζωνοειδείς μορφές με τις οποίες απαντούν ορισμένα μεταλλοφόρα κοιτάσματα, αλλ. ταινίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Schlieren < γερμ. διαλ. schlier με αρχική σημ. «πληγή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ζυρίχη — (γερμ. Zürich, γαλλ. Zurich, ιταλ. Zurigo). Πόλη (337.900 κάτ. το 2000) της Ελβετίας και πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (1.728 τ. χλμ., 1.227.900 κάτ.). Βρίσκεται στη βορειοδυτική όχθη της λίμνης της Ζ., στις εκβολές του ποταμού Λίματ και στη… … Dictionary of Greek